ομοιόστομος

ομοιόστομος
ὁμοιόστομος, -ον (Α)
αυτός τού οποίου τα δύο μέτωπα, δηλ. οι πρώτες γραμμές τής μάχης, είναι στραμμένα προς το ίδιο μέρος («ὁμοιόστομος διφαλαγγία»).
επίρρ...
ὁμοιοστόμως (Α)
δια μέσου τού ίδιου μετώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -στομος (< στόμα), πρβλ. στενό-στομος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιόστομος — with both fronts facing the same way masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοστόμως — ὁμοιόστομος with both fronts facing the same way adverbial ὁμοιόστομος with both fronts facing the same way masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοστόμους — ὁμοιόστομος with both fronts facing the same way masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”