- ομοιόστομος
- ὁμοιόστομος, -ον (Α)αυτός τού οποίου τα δύο μέτωπα, δηλ. οι πρώτες γραμμές τής μάχης, είναι στραμμένα προς το ίδιο μέρος («ὁμοιόστομος διφαλαγγία»).επίρρ...ὁμοιοστόμως (Α)δια μέσου τού ίδιου μετώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -στομος (< στόμα), πρβλ. στενό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.